- μπριγκαντίνι ή βριγαντίνο
- Ιστιοφόρο εφοδιασμένο με δυο κατάρτια - τουρκέτο (ακάτιος ιστός) και μαΐστρα (μεγίστη) - με τετράγωνα πανιά και μπομπρέσο (πρόλοβο). Το μ., που ήταν σε μεγάλη χρήση από τον 16o αι. στη Μεσόγειο και στις θάλασσες της βόρειας Ευρώπης, είχε χωρητικότητα 150-300 τόνων: ήταν συνεπώς το πιο μικρό ιστιοφόρο ανοιχτής θάλασσας με τετράγωνα πανιά. Από αυτόν τον τύπο ιστιοφόρου προήλθαν το «μ. γολέτα», που μερικές φορές το αποκαλούσαν «σκούνα», και που το πρυμναίο του κατάρτι (μαΐστρα) έχει ωτοειδή πανιά, και το «μ. με μετζάνα» που, εκτός από τα δυο κατάρτια με τετράγωνα πανιά, έχει κι ένα τρίτο (μετζάνα) με ωτοειδή πανιά. Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, μ. αποκαλούσαν συνήθως τους πάρωνες (βρίκια).
Dictionary of Greek. 2013.